Καιρός

 

Tο γλωσσάρι της Αρχιτεκτονικής

αβέρτο : ο ανοιχτός αδιαμόρφωτος χώρος στον επάνω όροφο, που χρησίμευε για την εκτροφή του μεταξοσκώληκα .

αμπάρα : ο μεγάλος ξύλινος σύρτης που ασφαλίζει εσωτερικά την εξώπορτα.

ανώι : όροφος του σπιτιού, ο καλοκαιρινός.

καλός οντάς ή μουσαφίρ οντάς : δωμάτιο υποδοχής.

καταχύστρα ή ζεματίστρα ή φονιάς : τρύπα πάνω από την είσοδο του αρχοντικού, απ΄ όπου έριχναν ζεματιστό λάδι ή νερό στον εχθρό.

κατώι : το ισόγειο του σπιτιού, χώρος αποθήκευσης.

κουμπές : το κεντρικό τμήμα του ξύλινου ταβανιού, συνήθως σε πολυγωνικό ή κυκλικό σχήμα (ροζέτα).

κουφνωτό : το παράθυρο πάνω από την εξώπορτα, με σιδεριά στο κάτω μέρος διευρυμένη.

μισάντρα : ξύλινη εντοιχισμένη ντουλάπα. Οι Πηλιορείτες ονομάζουν την ξύλινη διαμόρφωση του κεφαλόσκαλου, όπου η νοικοκυρά ακουμπούσε το δίσκο του κεράσματος.

παραθύρα : απλή εσοχή στον τοίχο.

παράσπιτο : μικρό βοηθητικό κτίσμα κοντά ή σε επαφή με το σπίτι στην ίδια αυλή και με δικιά του είσοδο. Χρησίμευε για αποθήκη και στάβλος των ζώων.

δοξάτο : χώρος υποδοχής, σάλα.

σαχνισί : ξεπεταχτό, το τμήμα του ορόφου που προεξέχει του περιμετρικού τοίχου του ισογείου για τα νοικοκυρόσπιτα, ισογείου και α΄ ορόφου για τα αρχοντικά.

τσατμάς : ελαφρός τοίχος με υλικά κατασκευής πλέγμα κλαδιών, μικρές πέτρες, λάσπη με άχυρα και με τελικό στρώμα ασβέστη με άμμο και γιδότριχες.

φουρούσι : το υποστήριγμα του σαχνισιού ή του μπαλκονιού.

ψευτοπαράθυρα : ζωγραφικές απομιμήσεις φεγγιτών πάνω απο τα παράθυρα του τελευταίου ορόφου.

 

 

Μακρινίτσα

Εκπαιδευτικό Υλικό

Επικοινωνία